τιμώ — τίμησα, τιμήθηκα, τιμημένος 1. εκτιμώ, σέβομαι κάποιον: Τίμα τον πατέρα σου. 2. εξυψώνω κάποιον, του κάνω τιμή: Μας τιμάει με την παρουσία του. 3. η μτχ., τιμημένος, η, ο τίμιος, ηθικός: Τιμημένη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμάω — / τιμώ (παρατατ. ούσα), τίμησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τιμώ — τιμάω / τιμώ (παρατατ. ούσα), τίμησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τιμησάσαις — τῑμησά̱σαις , τιμάω honour aor part act fem dat pl (attic epic ionic) τιμησά̱σαις , τιμέω aor part act fem dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμησάσης — τῑμησά̱σης , τιμάω honour aor part act fem gen sg (attic epic ionic) τιμησά̱σης , τιμέω aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσας — τῑμήσᾱς , τιμάω honour aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) τιμήσᾱς , τιμέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσασα — τῑμήσᾱσα , τιμάω honour aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) τιμήσᾱσα , τιμέω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσασαι — τῑμήσᾱσαι , τιμάω honour aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) τιμήσᾱσαι , τιμέω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσασαν — τῑμήσᾱσαν , τιμάω honour aor part act fem acc sg (attic epic ionic) τιμήσᾱσαν , τιμέω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήσασι — τῑμήσᾱσι , τιμάω honour aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) τιμήσᾱσι , τιμέω aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)